- προαμύνομαι
- Α1. υπερασπίζω τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, παίρνω από πριν διάφορα μέτρα για την άμυνά μου2. αποκρούω εκ τών προτέρων («τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας προαμύνεσθαι χρή», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαμυνόμενοι — προαμῡνόμενοι , προαμύνομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμύνασθαι — προαμύ̱νασθαι , προαμύνομαι aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμύνεσθαι — προαμύ̱νεσθαι , προαμύνομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)